παροιμιῶδες

παροιμιῶδες
παροιμιώδης
proverbial
masc/fem voc sg
παροιμιώδης
proverbial
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παροιμιάζω — Α [παροιμία] 1. μέσ. παροιμιάζομαι α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.) β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • ευρύβατος — εὐρύβατος, ον (Α) 1. αυτός που κάνει μεγάλα βήματα 2. ευρύχωρος, εκτεταμένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Εὐρύβατος α) διάσημος απατεώνας τού οποίου το όνομα κατέστη παροιμιώδες β) ο προδότης τού Κροίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βατός (< βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μέντωρ — I Μυθολογικό πρόσωπο που αναφέρεται από τον Όμηρο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν φίλος του Οδυσσέα. Ο βασιλιάς της Ιθάκης του εμπιστεύτηκε τη φροντίδα του σπιτιού του και την εκπαίδευση του Τηλέμαχου πριν φύγει για την Τροία. Το όνομά του έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Μπουριντάν, Ζαν — (Jean Buridan, Μπετίν περ. 1300 – περ. 1360). Γάλλος σχολαστικός φιλόσοφος. Υπήρξε καθηγητής και πρύτανης του Πανεπιστημίου του Παρισιού. Ήταν υποστηρικτής της θεωρίας την οποία είχε ήδη εκθέσει ο Όκαμ κατά την οποία η κίνηση των σωμάτων δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”